απολοφυρομαι

απολοφυρομαι
    ἀπολοφύρομαι
    ἀπ-ολοφύρομαι
    (ῡ) (fut. ἀπολοφῠροῦμαι) оплакивать
    

(τέν συμφοράν Xen.; τινα Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απολοφυρομαι" в других словарях:

  • απολοφύρομαι — ἀπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] 1. θρηνολογώ μεγαλόφωνα 2. ολοκληρώνω, σταματώ τον θρήνο («νῡν δὲ ἀπολοφυράμενοι...» και τώρα αφού κλάψατε, αφού μοιρολογήσατε όσο έπρεπε..., Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ἀπολοφύρομαι — ἀπολοφύ̱ρομαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 1st sg (epic) ἀπολοφύ̱ρομαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωλοφύρατο — ἀπολοφύρομαι bewail loudly plup ind mp 3rd pl (epic) ἀπωλοφύ̱ρατο , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor ind mp 3rd sg ἀπολοφύρομαι bewail loudly plup ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυραμένω — ἀπολοφῡραμένω , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀπολοφῡραμένω , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρομένας — ἀπολοφῡρομένᾱς , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem acc pl ἀπολοφῡρομένᾱς , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρομένων — ἀπολοφῡρομένων , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem gen pl ἀπολοφῡρομένων , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυροίμην — ἀπολοφῠροίμην , ἀπολοφύρομαι bewail loudly fut opt mp 1st sg (attic epic doric) ἀπολοφῡροίμην , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres opt mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρόμενον — ἀπολοφῡρόμενον , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp masc acc sg ἀπολοφῡρόμενον , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρασθε — ἀπολοφύ̱ρασθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor imperat mp 2nd pl ἀπολοφύ̱ρασθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρεται — ἀπολοφύ̱ρεται , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 3rd sg (epic) ἀπολοφύ̱ρεται , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρησθε — ἀπολοφύ̱ρησθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 2nd pl ἀπολοφύ̱ρησθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres subj mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»